μεταγυρίζω

μεταγυρίζω
και ματαγυρίζω (Μ μεταγυρίζω)
επιστρέφω, γυρίζω πίσω
μσν.
1. αλλάζω, μεταβάλλω, μετατρέπω κάτι
2. μετανοώ
3. αλλοιώνω, διαστρεβλώνω κάτι
4. μέσ. μεταγυρίζομαι
κραδαίνω, στριφογυρίζω κάτι
5. (ενεργ. και μέσ.) (αμτβ.) μεταστρέφομαι, μεταβάλλομαι προς το καλύτερο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”